- τοίσιδ'
- τοῖσιδ'τοῖσιδε , ὅδεthis: masc /neut dat pl (homeric ionic aeolic )
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
τοισίδ' — τοισίδε , ὅδε this masc/neut dat pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοῖσιδ' — τοῖσιδε , ὅδε this masc/neut dat pl (homeric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οικώ — (ΑΜ οἰκῶ, έω, Α επικ. τ. οἰκείω, λοκρ. τ. Fοικέω) [οίκος] 1. κατοικῶ (α. «οἰκήσαντας τοῡτον τὸν χῶρον», Ηρόδ. β. «οἰκέοιτο πόλις Πριάμοιο», Ομ. Ιλ.) 2. (το θηλ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) βλ. οικουμένη μσν. αρχ. μτφ. είμαι εγκατεστημένος κάπου,… … Dictionary of Greek